- περιωρεσία
- περιωρεσία, ἡ,A surrounding hills, IG14.352 ii 38 ([place name] Halaesa).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιωρεσία — ἡ, Α η γύρω ορεινή περιοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ωρεσ (< ὄρος, ὄρεος), με έκταση λόγω συνθέσεως + κατάλ. ία] … Dictionary of Greek